- μονόλεπτος
- και μονόλεφτος, -η, -ο1. αυτός που έχει αξία ενός λεπτού τής δραχμής2. αυτός που διαρκεί ένα μόνο πρώτο λεπτό τής ώρας («μονόλεπτη σιγή»)3. το ουδ. ως ουσ. το μονόλεπτοπαλαιό νόμισμα αξίας ενός λεπτού τής δραχμής.
Dictionary of Greek. 2013.